- καθαρούς
- καθαρόςphysically cleanmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
INTEGER Bos — in holocaustum offerri iubetur, Lev. c. 1. v. 3. si holocauslum erit oblatio eius e bobus maris integri offerto illam; ad portam tentorii concentûs offerto illam: etc. vide quoque Liv. c. 22. v. 23 et Num. c. 29. v. 8. ubi de sacrificiorum… … Hofmann J. Lexicon universale
MOLI me tangere — arrogans Novatianorum vox, apud Ambros. de Paenitentia l. 1. c. 7. Sed hoc insolentis arrogantiae, non sancti timoris est, ut factidiô vobis sint, qui volunt agere paenitentiam. Perpeti videlicet flentium lacrimas non potestis. Non ferunt oculi… … Hofmann J. Lexicon universale
PANIS nicolaus — ita placentas appellavit Augustus, a Nicolao Damasceno sibi exhibitas et donatas, apud photium Biblioth. Palladius in Histor. Lausiaca, c. 4. Καὶ Νικολάους παμμεγέθεις ἄρτους δέκα καθαροὺς καὶ θερμοὺς, Et Nicolaos prodigiosae magnitudinis panes… … Hofmann J. Lexicon universale
THULE — nomen insulae, de qua disserentem Bochartum his verbis audire operae pretium fuerit. De Thules insulae situ, inquit, tres sunt veterum sententiae. Una Procopii, l. 2. Gothicorum, Thulen esse Scandiam, quae insula non est, sed peninsula, et ab iis … Hofmann J. Lexicon universale
Μανιχαϊσμός — Θρησκεία την οποία ίδρυσε και κήρυξε στην περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών ο Μάνης. Ο μ., ο οποίος υπέστη διωγμό στην Περσία, διαδόθηκε στην Άπω Ανατολή. Τον 7o αι. έφτασε στην Κίνα και τον 8o αι. έγινε επίσημη θρησκεία της τουρκικής… … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
μωψ — (I) το άκλ. ζωοτ. είδος σκυλιού. (II) μώψ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μὴ ὀξυδορκῶν, καθαροὺς δὲ ἔχων τοὺς ὀφθαλμούς». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. συνδεόμενη πιθ. με το μύωψ] … Dictionary of Greek
σύμφυρση — η /σύμφυρσις, ύρσεως, ΝΜΑ [συμφύρω] 1. συμφυρμός 2. (κατ επέκτ.) σύγχυση («καθαροὺς ποιεῑν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.) … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Βολανάκης, Κωνσταντίνος — (Κρήτη 1837 – Πειραιάς 1907). Ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνικής θαλασσογραφίας. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη. Από το 1860 μαθήτευσε στην Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητή τον Πιλότι. Εργάστηκε ως… … Dictionary of Greek